Η ελκώδης κολίτιδα είναι μια ιδιοπαθής φλεγμονώδης πάθηση του εντέρου (ΙΦΝΕ), η οποία προσβάλλει συνήθως το ορθό και το αριστερό τμήμα του παχέος εντέρου (σιγμοειδές, κατιόν).
Χαρακτηρίζεται από περιόδους υφέσεων μεταξύ εξάρσεων. Έχει ευρεία κλινική εικόνα, η οποία εκτείνεται μεταξύ πανκολίτιδας και αδρανούς κολίτιδας.
Η πλειονότητα των περιστατικών αντιμετωπίζεται επιτυχώς με φαρμακευτική αγωγή. Ωστόσο, περίπου το 30-40% των ασθενών θα χρειαστούν χειρουργική επέμβαση σε κάποιο στάδιο.
Τα κριτήρια για την χειρουργική αντιμετώπιση, τόσο στην οξεία όσο και στην χρόνια κολίτιδα, περιγράφονται με λεπτομέρεια στη βιβλιογραφία.
Η ελκώδης κολίτιδα είναι μία σπανία νόσος η οποία είναι πιο συχνή στις δυτικές χώρες, όπως η βόρεια Αμερική, βορειοδυτική Ευρώπη και το Ηνωμένο Βασίλειο. Προσβάλει τόσο άντρες όσο και γυναίκες.
Η παθογένεση της ελκώδους κολίτιδας είναι ακόμα αινιγματική, παρόλο που υπάρχουν διάφορες θεωρίες και διάφοροι παράγοντες οι οποίοι έχουν συσχετιστεί με την πορεία της νόσου. Η διατροφή, το αλκοόλ, το κάπνισμα, η υγιεινή, η χρήση των αντιβιοτικών, η σκωληκοειδεκτομή, τα προβιοτικά, τα αντισυλληπτικά, το στρες, όπως και οικογενειακοί παράγοντες έχουν μελετηθεί και συνδεθεί με την πορεία εξέλιξης της νόσου.
Περίπου τα μισά περιστατικά παρουσιάζονται με φλεγμονή του ορθού ή του σιγμοειδούς. Το ένα τρίτο των περιστατικών μπορεί να παρουσιαστεί με πανκολίτιδα. Πανκολίτιδα ονομάζεται η φλεγμονώδης πάθηση κατά την οποία προσβάλλεται όλο το παχύ έντερο.
Τα συχνότερα συμπτώματα της ελκώδης κολίτιδας είναι διάρροια, αιματοχεσία, τεινεσμός (αίσθημα ατελούς κενώσεως) και κοιλιακό άλγος.
Το 5-10% των ασθενών παρουσιάζονται ως επείγοντα περιστατικά με σοβαρή ελκώδη κολίτιδα. Μέχρι και οι μισοί από αυτούς μπορεί να έχουν τοξική κολίτιδα (με συστηματικές τοξικές εκδηλώσεις). Η πλειονότητα αυτών των ασθενών αντιμετωπίζεται επιτυχώς με φαρμακευτική αγωγή. Από αυτούς, ένας στους πέντε (20%) ασθενείς είναι πιθανό να χρειαστεί χειρουργείο.
Διεθνείς μελέτες έχουν δείξει ότι σε περίπτωση διάτρησης του εντέρου, η οποία είναι σπάνια, η θνησιμότητα μπορεί να φτάσει μέχρι και 60%. Γι’ αυτόν το λόγο η αντιμετώπιση αυτών των περιστατικών πρέπει να είναι έγκαιρη και να γίνεται σε στενή συνεργασία μεταξύ γαστρεντερολόγων και χειρουργών.
Η κολονοσκόπηση είναι θεμελιώδης στην διάγνωση και εκτίμηση της ελκώδους κολίτιδας. Επιτρέπει την επισκόπηση του βλεννογόνου και την λήψη βιοψιών. Επίσης, τα χαρακτηριστικά της εικόνας του βλεννογόνου μπορούν να βοηθήσουν στην διαφορική διάγνωση μεταξύ ελκώδους κολίτιδας και της νόσου του Crohn.
Όταν η ελκώδης κολίτιδα παρουσιάζεται ως επείγον περιστατικό, γενικά αποφεύγεται η κολονοσκόπηση, καθώς υπάρχει αυξημένο ρίσκο διάτρησης. Η ορθο-σιγμοειδοσκόπηση είναι πιο αποδεκτή σε αυτές τις περιπτώσεις.
Παραδοσιακά οι ακτινογραφίες κοιλίας και θώρακα χρησιμοποιούνται κυρίως σε επείγουσες περιπτώσεις για να εξετάσουμε την παρουσία τοξικού μεγακόλου (διάταση του παχέος εντέρου σε οξεία κολίτιδα) και την ύπαρξη διάτρησης, αλλά και κατά τη παρακολούθηση της νόσου.
Η χρήση αξονικής ή μαγνητικής τομογραφίας επιτρέπει την λεπτομερή απεικόνιση τόσο του λεπτού, όσο και του παχέος εντέρου.
Η παρατεταμένη διάρκεια ενεργούς νόσου πάνω από 10 χρόνια, αυξάνει την πιθανότητα εμφάνισης καρκίνου του παχέος εντέρου και καρκίνο του ορθού. Ασθενείς με ενεργή νόσο πρέπει να παρακολουθούνται από γαστρεντερολόγο και να πραγματοποιούν τακτικές κολονοσκόπησεις ανάλογα τα εκάστοτε ευρήματα.
Η συμμετοχή ενός εξειδικευμένου χειρουργού στις παθήσεις εντέρου από νωρίς στη θεραπεία αυτών των ασθενών έχει αποδειχθεί ότι μειώνει τον κίνδυνο επιπλοκών και συμβάλλει στη αποτελεσματικότερη θεραπεία των ασθενών.
Η χειρουργική αντιμετώπιση της χρόνιας ελκώδους κολίτιδας ενδείκνυται στις παρακάτω περιπτώσεις:
Όταν ο ασθενής παρουσιάζεται με οξεία κολίτιδα, χειρουργική επέμβαση είναι αναγκαία στην παρουσία:
Τα παραπάνω χειρουργεία είναι εξαιρετικά περίπλοκα με αυξημένη νοσηρότητα και πρέπει να πραγματοποιούνται από εξειδικευμένους Χειρουργούς του Παχέος Εντέρου και του Πρωκτού (colorectal), με μεγάλη εμπειρία στην περιεγχειρητική παρακολούθηση αυτού του είδους περιστατικών.
Η χειρουργική αντιμετώπιση εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Στην οξεία κολίτιδα προτεραιότητα έχει η αποκατάσταση της υγείας του ασθενή και γι’ αυτό η υφολική κολεκτομή με τελική ειλεοστομία είναι η επέμβαση εκλογής, η οποία μπορεί να γίνει λαπαροσκοπικά ή ανοικτά αναλόγως της κατάστασης του ασθενή. Η αποκατάσταση της εντερικής συνέχειας γίνεται σε δεύτερο χρόνο μετά την ανάρρωση του ασθενή.
Σε ασθενείς με χρόνια ελκώδη κολίτιδα το χειρουργείο μπορεί να πραγματοποιηθεί σε 1, 2 ή 3 χρόνους. Η δημιουργία ειλεϊκής λυκήθου (pouch) μπορεί να πραγματοποιηθεί σε επιλεγμένους ασθενείς σε 1 ή 2 χειρουργεία μετά την ολοκλήρωση ολικής κολεκτομής κατά την οποία μπορεί να χρειαστεί η δημιουργία ειλεοστομίας (σε 2 στάδια). Όταν γίνεται σε 3 χρόνους, προηγείται η υφολική κολεκτομή. Αυτή η διαδικασία προτείνεται κυρίως σε ευπαθείς ασθενείς, επειδή επιτρέπει την ανάρρωσή τους, πριν την αποκατάσταση της εντερικής συνέχειας.
Ο Γενικός Χειρουργός Παναγιώτης Γεωργίου εκπαιδεύτηκε σε παγκοσμίου φήμης κέντρα αναφοράς στη Μεγάλη Βρετανία, όπως το St Mary’s, Royal Marsden, St Mark’s and Hammersmith Hospitals. Μέσω της διεθνούς εκπαίδευσή του, διαθέτει ιδιαίτερη εμπειρία στις παθήσεις του εντέρου.
Γενική Χειρουργική
Παθήσεις Εντέρου
Developed & Designed by Zonepage